- επιπίστωσις
- ἐπιπίστωσις, ἡ (Α)δεύτερη πίστωση που προστίθεται σε προηγούμενη, επιβεβαίωση τής πιστώσεως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιπίστωσιν — ἐπιπίστωσις further fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)